- ἐφύβριστος
- ἐφύβριστοςwantonmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφύβριστος — ἐφύβριστος, ον (Α) [εφυβρίζω] 1. ο άξιος ύβρεως, ο ασελγής, ο ακόλαστος, ο αισχρός («ἐφύβριστος τυραννίς», Ηρωδιαν.) 2. ευκαταφρόνητος, ευτελής. επίρρ... ἐφυβρίστως (Α) 1. κατά υβριστικό τρόπο, κατά αισχρό τρόπο 2. κατά ευτελή τρόπο («ἐφυβρίστως… … Dictionary of Greek
ἐφυβρίστως — ἐφύβριστος wanton adverbial ἐφύβριστος wanton masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύβριστον — ἐφύβριστος wanton masc/fem acc sg ἐφύβριστος wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυβριστότερος — ἐφύβριστος wanton masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυβρίστοις — ἐφύβριστος wanton masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυβρίστου — ἐφύβριστος wanton masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυβρίστους — ἐφύβριστος wanton masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυβρίστων — ἐφύβριστος wanton masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύβριστα — ἐφύβριστος wanton neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύβριστε — ἐφύβριστος wanton masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)